- τοσουτάριθμον
- τοσουτάριθμοςof so large a numbermasc/fem acc sgτοσουτάριθμοςof so large a numberneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοσουτάριθμος — ον, Α τόσο πολυάριθμος («πλῆθος τοσουτάριθμον ἀνθρώπων», Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσοῦτος + άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. πολυ άριθμος] … Dictionary of Greek